συγκρατώ

συγκρατώ
συγκρατώ, συγκράτησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. συγκρατάω

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκρατώ — συγκρατῶ, έω, ΝΜΑ [κρατῶ] 1. υποστηρίζω κάποιον ή κάτι για να μην πέσει (α. «το τοίχωμα θα συγκρατήσει τα χώματα» β. «την τελευταία στιγμή τόν συγκράτησε και δεν έπεσε στη θάλασσα») 2. κρατώ κάτι μέσα μου, δεν τό αφήνω να εκδηλωθεί νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • συγκρατώ — συγκράτησα, συγκρατήθηκα, συγκρατημένος 1. στηρίζω, κρατώ: Τα δέντρα συγκράτησαν το αυτοκίνητο που έπεφτε στη χαράδρα. 2. παρεμποδίζω, αναχαιτίζω: Συγκράτησε με δυσκολία τους στρατιώτες του που φλέγονταν από το ζήλο της μάχης. 3. χαλιναγωγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκρατῶ — συγκρατέω hold together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκρατέω hold together pres ind act 1st sg (attic epic doric) συγκρατέω hold together pres subj act 1st sg (attic epic doric) συγκρατέω hold together pres ind act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκράτῳ — συγκρά̱τῳ , σύγκρατος mixed together masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσυγκρατούμαι — συγκρατώ τον εαυτό μου από παρεκτροπή ή παραφορά …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • εχμάζω — (ΑΜ ἐχμάζω) [έχμα] νεοελλ. ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω μσν. αρχ. κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”